ανεμογγάστρι

ανεμογγάστρι
το , ανεμογγάστριά η
1) ложная беременность; 2) странное поведение, странности, чудачество, причуды

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ανεμογγάστρι" в других словарях:

  • ανεμογγάστρι — το ιού, η φανταστική ή ψεύτικη εγκυμοσύνη: Η εγκυμοσύνη της στην πραγματικότητα ήταν ανεμογγάστρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεμογγάστρι — το κ. ἀνεμμογγαστριά, η ψευτοεγκυμοσύνη, φανταστική εγκυμοσύνη …   Dictionary of Greek

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • ανεμιαίος — ἀνεμιαῑος, ον (Α) [ανεμία] 1. μάταιος, κενός, ανυπόστατος 2. φρ. α) «ἀνεμιαῑον ᾠόν» αβγό άγονο, που η κότα το γέννησε χωρίς να γονιμοποιηθεί από τον πετεινό β) «ἀνεμιαῑον κύημα» ψευτοεγκυμοσύνη, ανεμογγάστρι …   Dictionary of Greek

  • υπηνέμιος — και δωρ. τ. ὑπανέμιος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον άνεμο, που φέρεται από τον άνεμο («κάνθαροι ὑπανέμιοι φορέονται», Θεόκρ.) 2. αυτός που παρασύρεται από τον άνεμο ή διασκορπίζεται σαν τον άνεμο («τὸν δὲ πλοῡτον ἐκεῑνον ὑπηνέμιον… …   Dictionary of Greek

  • φυσομήτρα — η, Ν ιατρ. διάταση τής μήτρας που οφείλεται σε συσσώρευση αερίων, ανεμογγάστρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα + μήτρα] …   Dictionary of Greek

  • ψευδεγκυμοσύνη — η, Ν το ανεμογγάστρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + εγκυμοσύνη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»